- ρανουγκουλώδη
- τα, Νβοτ. τάξη αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών με 140 περίπου γένη και 3.000 περίπου είδη.[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. ranunculales < λατ. ranunculus (βλ. ρανούγκουλος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κόκκουλος — ο βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην τάξη ρανουγκουλώδη, οικογένεια μενισπερμίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. cocculus < νεολατ. cocculus (πρβλ. cocc < coccus < κόκκος) + κατάλ. ulus] … Dictionary of Greek
πουλσατίλα — και παλαιότ. τ. πουλσατίλη, η, Ν βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια ρανουγκουλίδες τής τάξης ρανουγκουλώδη … Dictionary of Greek
ρανουγκουλίδες — οι, Ν βοτ. οικογένεια αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τής τάξης ρανουγκουλώδη. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. ranunculaceae < λατ. ranunculus (βλ. ρανούγκουλος)] … Dictionary of Greek
τρόλλιος — ο, Ν βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια ρανουγκουλίδες τής τάξης ρανουγκουλώδη και το οποίο περιλαμβάνει 20 25 περίπου είδη πολυετών ποωδών φυτών που είναι ιθαγενή κυρίως τών υγρών περιοχών τής εύκρατης ζώνης τού… … Dictionary of Greek
ύδραστις — (hydrastis). Γένος φυτών της οικογένειας των Βερβεριοειδών. Το γένος αυτό αριθμεί δύο μόνο είδη, ένα ιθαγενές της Ιαπωνίας και ένα ιθαγενές της Βόρειας Αμερικής. Το ρίζωμα της ύ. της καναδικής είναι φαρμακευτικό και χρησιμοποιείται σε δόσεις 0,50 … Dictionary of Greek